- στιβαδοκοιτοῦσι
- στιβαδοκοιτέωsleep on litterpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)στιβαδοκοιτέωsleep on litterpres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στιβαδοκοιτώ — έω, Α βρίσκομαι ή κοιμάμαι πάνω σε στιβάδα, σε στρώμα από χόρτα, άχυρα ή φύλλα («μελανείμονες ἄπαντες τὸ πλέον ἐν σάγοις, ἐν οἷσπερ καὶ στιβαδοκοιτοῡσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στιβάς, άδος + κοιτῶ (< κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. ἀνδρο κοιτῶ] … Dictionary of Greek